- τυπολιθογραφία
- η типолитография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυπολιθογραφία — η, Ν μέθοδος εκτύπωσης με τη χρήση λιθογραφικού πιεστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typolithography (< τύπος + λιθογραφία)] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek